Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λέφα (το)

ασθένεια των υποζυγίων, αλλά και των ανθρώπων: αιματέμεση, εσωτερική αιμορραγία.
Βαλαωρίτης, Φωτεινός, Β΄: “Ήρθε στην Κόκκινη Εκκλησιά … / ένας σοφός καλόγηρος φευγάτος από την πόλη / … Ήξερε γράμματα πολλά κι εγιάτρευε του κόσμου / με ξόρκια και με βότανα τα χίλια μύρια πάθη. / Το ρίμμα, το κακό σπυρί, τη φάγουσα, τη λέφα.”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λέφα /ἡ/ (λειφαιμία) = αἱματέμεσις, ἐσωτερικὴ αἱμορραγία (τῶν ὑποζυγίων ἰδίᾳ).

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.