λέφα (το)
ασθένεια των υποζυγίων, αλλά και των ανθρώπων: αιματέμεση, εσωτερική αιμορραγία.
Βαλαωρίτης, Φωτεινός, Β΄: “Ήρθε στην Κόκκινη Εκκλησιά … / ένας σοφός καλόγηρος φευγάτος από την πόλη / … Ήξερε γράμματα πολλά κι εγιάτρευε του κόσμου / με ξόρκια και με βότανα τα χίλια μύρια πάθη. / Το ρίμμα, το κακό σπυρί, τη φάγουσα, τη λέφα.”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λέφα /ἡ/ (λειφαιμία) = αἱματέμεσις, ἐσωτερικὴ αἱμορραγία (τῶν ὑποζυγίων ἰδίᾳ).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης