Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

διπλολίθι (το)

ξερότοιχος διπλός, χωρίς λάντζα ή τσιμέντο.
Βαλαωριτης, Φωτεινός, Β΄: “πλατύς καθάριος οβορός ζωσμένος διπλολίθι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Δ(ι)πλολίθι /τὸ/ (διπλοῦς-λίθος) = ξηρότοιχος διπλοῦς ὡς ἡ τοιχοποιΐα τῶν οἰκοδομῶν (ἄνευ συνδετικῆς ὕλης).

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


διπλολίθι (τό): ξερότοιχος διπλός, χωρίς συνδετική ὕλη.

Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου


βλ. και διπλολιθιά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.