διχάλα (η)
η γωνιά που σχηματίζουν τα σκέλη των ποδιών μας.
Ξύλο δίχαλο που απολήγει σε δύο σκέλη. “Μπήκα καβάλα στ΄ άλογο διχάλα”. Παλιότερα οι γυναίκες των χωρικών ντρέπονταν να καβαλήσουν διχάλα, ανοίγοντας τα πόδια τους.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Δ(ι)χάλα /ἡ/ (δὶς-χηλὴ) = δίχαλον, κλάδος μὲ δύο ἐκφύσεις. (ἐπίρ.) ἱππαστί. «ἐκαββαλίκεψε διχάλα».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Διχάλα (δίχα). Ξῦλον ἰσοσκελοῦς σχήματος V, εἰς τὸ ὁποῖον εὐθετίζουσι τὰ χερόβολα τῶν σταχύων διὰ νὰ σχηματίσωσι τὸ δεμάτι, ὅπερ μεταφέρουσιν εἰς τὴν ἀθεμονιά.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός