Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Δ

δεκαπεντάρικο ύφασμα (το)

όταν στο χτένι του αργαλειού βάνουν 750 ζευγάρια κλωστές. “Κεφαλόμπολες γυναικείες 4, μια δεκαπεντάρικη”. Καταγραφή 1718, Νο 3. Ιστορικό αρχείο της Λευκάδας (Η  Λευκαδίτικη λαϊκή φορεσία, σελ 146).

δεκότο ή ντεκότο (το)

τονωτικό φάρμακο ή ποτό, το ζεστό ζουμί βρασμένων βοτάνων. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δεκότο /τὸ/ (Ἰ. decotto) = ἰατρικὸν ἀφέψημα, τονωτικὸν πόμα, τονωτικὸν ὑγρόν ἐσωτερικῆς λήψεως. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

δεκρέτο (το)

νομικός όρος = θέσπισμα εξουσίας, διάταγμα (δακρέτο). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δεκρέτο /τὸ/ ἀρχ. (Ἰ. decreto) = ψήφισμα, θέσπισμα, διάταγμα, ὀφειλή. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

δελεσὸς -α -ο

Δελεσὸς -α -ο (τελῶ -έσω), ἡμιαόριστον ἐπίθετον ὑποσημαῖνον παραλειπομένας ἀπειλὰς ἢ ὕβρεις: «τὸν ποίσο, τὸ δεῖξο, τὸ δελεσὸ» (ποιήσω, δείξω, τελέσω).

δελόγκου και δελέγκου (επίρρ.)

αμέσως, πάραυτα, χωρίς καθυστέρηση. “Να πας δελόγκου στο σπίτι”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δελόγκου καί  δελέγκου/ἐπίρ./ (Ἰ. da luogo) = ἐπὶ τόπου, ἀμέσως, πάραυτα. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Δελέγκου = ἀμέσως ἔρχομαι δελέγκου (ἔρχομαι ἀμέσως). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής «Δε λόγγ’» = . . . Περισσότερα

δέμα (το)

μικρό, φτηνό και λεπτό εσωτερικό γυναικείο μαντήλι για τη συγκράτηση των μαλλιών. Απέξω πήγαινε το καθαυτό  μαντήλι. Το δέμα το φορούσαν οι ηλικιωμένες, που το ΄δεναν με κόμπο πίσω από τις κοτσίδες τους. Τα δέματα τα ΄διναν και προίκα. Σε προικοσύμφωνο του 1821 (Ιστορικό αρχείο της Λευκάδας, βιβλίο Μιχ. Αναγνώστου) . . . Περισσότερα

δεμάγκο (το)

εγκατάλειψη, θλίψη, διακοπή. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δεμάγκο /τὸ/ (Ἰ. demanco) = ἐγκατάλειψις, παῦσις, διακοπή, θλῖψις. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

δεμάτι (το) και δεματιάζω

δέσμη ξύλων χλωρών ή ξερών που μεταφέρανε από το λόγγο οι γυναίκες, στα κεφάλια τους ή τα ζώα. Το δεμάτι το ΄λεγαν και κλαρί, όταν τα χλωρά κλαδιά προορίζονταν για τα ζώα. “Έφερα κλαρί για τις γίδες”. Δεμάτια έλεγαν και τις δέσμες του σιταριού για αλώνισμα ή και του λιναριού. Βαλαωρίτης, . . . Περισσότερα

δέμπλα (η)

σκοινί τεντωμένο για το άπλωμα των ρούχων, κοινώς απλώστρα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δέμπλα /ἡ/ (διεμβάλλω, διπλόη, Ἰ. devole;) = σχοινίον ἢ σῦρμα τεταμένον δι’ ἅπλωμα ἱματίων, ἁπλῶτρα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

δένδρο (τό)

δρῦς. Ἠ δρῦς κυρίως καλεῖται δένδρον: Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, Σχόλια στόν Ἀθανάσιο Διάκο, ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1907.

δεντρογαλιά (η)

το φίδι δεντρογαλιά. Θεωρείται ακίνδυνο, γιατί ανήκει στα μη δηλητηριώδη φίδια. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δεντρογαλιὰ /ἡ/ (δένδρον-γαίω) = ὄφις ἀνιοβόλος ἐκ τῶν ὐδριδῶν, δενδρογαλῆ, δενδρόφιδο. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

δεντρολίβανος (ο)

το φυτό δεντρολίβανον το φαρμακευτικόν. Γιατροσόφι: “δεντρολίβανον κοπανισμένο να αλείφει το ανεμοπύρωμα και δια απόστημα” (Λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ 83). Δημοτικό τραγούδι: Ψηλή μου δεντρολιναμιά της εκκλησιάς στολίδι, χωρίς εσέ δε γίνεται γάμος και πανηγύρι” (στον παπά το λένε).

δεντρομολόχα (η)

στη βοτανική το φυτό αλθαία, η ροδανθής. Ανήκει στα θεραπευτικά βότανα. Κοπάνιζαν τα φύλλα του, τα ΄καναν ζυμάρι (μπλάστρι) και τα ΄δεναν στα σπασίματα επάνω, χεριού ή ποδιού. Επίσης ανακάτευαν τη ρίζα της με κερί, δαφνόλαδο και ανηθόλαδο και έκαναν αλοιφή “θαυμαστήν εις π΄σαν κυριότητα του ανθρώπου” (Λαϊκή ιατρική στη . . . Περισσότερα

δεπόζιτο

(ιταλ. deposito): παρακαταθήκη, αποθήκευση, κατάθεση Γλωσσάριο Ελένης Γράψα ειδικός χώρος στα δεξιά του Ι. Βήματος (συνήθως σε Ναούς αφιερωμένους στην Παναγία), όπου βρίσκεται η εφέστια εικόνα του Ναού. Εκεί οι πιστοί προσκυνουν και ανάβουν κερί. Στη Λευκάδα “δεπόζιτο” συναντάμε στους Ι. Ναούς Εισοδίων πόλεως, Βλαχερνών στον κάμπο, Ζωοδόχου Πηγής στη . . . Περισσότερα

δερνάτορας

ο, αυτός ποθ δέρνει μτφ. ο δυνάστης, ο τύραννος, ο κυρίαρχος, αυτός που προκαλεί φόβο και απειλεί

δεσαντά (η)

η ευγένεια , η κσομιότητα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δεσαντὰ /ἡ/ (Ἰ. decenza-nta) = εὐγένεια, εὐπρέπεια, κοσμιότης. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

δεσενιάρω

υπογράφω, υποσημειούμαι Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δεσενιάρω (Ἰ. disegnare) = ἰχνογραφῶ, ὺπογραμμίζω, ὑπογράφω. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

δεσένιο (το)

σχέδιο, ιχνογράφημα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δεσένιο /τὸ/ (Ἰ. disegno) = σχέδιον, σκαρίφημα, σκιαγράφημα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης