Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

άλτσο (το)

κομμάτι χαρτιού ή δέρματος, που βάνουν οι τσαγκάρηδες στο μπροστινό μέρος του καλοποδιού, για να πετύχουν το πάχος που επιθυμούν.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἄλτσο:  /τὸ/ (Ἰ. alzare) = τεμάχιον δέρματος ἢ χαρτονίου τοποθετούμενον ἐπὶ τοῦ προσθίου ἄνω μέρους τοῦ καλαποδιοῦ ἵνα ἐπιτευχθῇ τὸ πάχος τοῦ ληφθέντος μέτρου, ἄρσις, σήκωμα.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.