Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καρτσικλιάζω ή καρτσικλώνω (καρτζικλόνω) και καρτσίκλωμα

κοκαλώνω, παγώνω από το κρύο. φράση: “Εκαρτσικλιάσανε τα ποδάρια μου”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Καρτσικλιάζω (Τ. κὰρ-τσιγήρ, καρσὴκ-λήκ, Σ. κρτσλιὰβ) = παγώνω, κοκκαλιάζω ἀπὸ ψῦξιν.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Πάγωσα από το κρύο. Θέλει έρευνα.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Καρτζικλόνω. Παγόνω εἰς τὸν ἔσχατον βαθμὸν – ἐκαρτζίκλωσε = ἐπάγωσε. Ὡς ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος, νομίζω ὅτι τὸ καρτζικλόνω εἶνε ἴσον τῷ καρκινόω.

Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.