καρτσικλιάζω ή καρτσικλώνω (καρτζικλόνω) και καρτσίκλωμα
κοκαλώνω, παγώνω από το κρύο. φράση: “Εκαρτσικλιάσανε τα ποδάρια μου”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καρτσικλιάζω (Τ. κὰρ-τσιγήρ, καρσὴκ-λήκ, Σ. κρτσλιὰβ) = παγώνω, κοκκαλιάζω ἀπὸ ψῦξιν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Πάγωσα από το κρύο. Θέλει έρευνα.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Καρτζικλόνω. Παγόνω εἰς τὸν ἔσχατον βαθμὸν – ἐκαρτζίκλωσε = ἐπάγωσε. Ὡς ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος, νομίζω ὅτι τὸ καρτζικλόνω εἶνε ἴσον τῷ καρκινόω.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός