διακονιά (η)
η ζητιανιά, μεγάλη φτώχεια. “Θα βγούμε στη διακονιά σε λίγο”
Βαλαωρίτης, Φωτεινός, Γ΄: “Τα ΄μαθα από ένα Φλάρη, / που βγαίνει τάχα διακονιά και που τον τρώγ΄ η ζήλια, …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Διακονιὰ /ἡ/ (διὰ-κονέω -ῶ) = ἐπαιτεία, ζητιανιά.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης