διάζομαι
τακτοποιώ το νήμα του αργαλειού βάζοντας το σε παράλληλες γραμμές.
Ετοιμάζω το στημόνι για να μπει στον αργαλειό.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Διάζομαι (διάζομαι) = εὐθετῶ τὸ νῆμα εἰς παραλλήλους γραμμάς, ἑτοιμάζω τὸ στημόνι διὰ τὸν ἀργαλειόν.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Και διασίδι. Απλώνω το στημόνι και “με το τραγούδι κάθεται στον αργαλειό κι υφαίνει / με το τραγούδι διάζεται (Φωτεινός 2, 143). Από το διάττομαι, άζομαι (Δημητράκος).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης