δευτεριάτικη (η)
η ελονοσία, επειδή έπιανε ο πυρετός τον άρρωστο κάθε δεύτερη μέρα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Δευτερ(ι)άτικη /ἡ/ = ἐλονοσία εἰσβάλλουσα ἀνὰ δευτέραν ἡμέραν.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης