δελεσὸς -α -ο
Δελεσὸς -α -ο (τελῶ -έσω), ἡμιαόριστον ἐπίθετον ὑποσημαῖνον παραλειπομένας ἀπειλὰς ἢ ὕβρεις: «τὸν ποίσο, τὸ δεῖξο, τὸ δελεσὸ» (ποιήσω, δείξω, τελέσω).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Δελεσὸς -α -ο (τελῶ -έσω), ἡμιαόριστον ἐπίθετον ὑποσημαῖνον παραλειπομένας ἀπειλὰς ἢ ὕβρεις: «τὸν ποίσο, τὸ δεῖξο, τὸ δελεσὸ» (ποιήσω, δείξω, τελέσω).