δεντρολίβανος (ο)
το φυτό δεντρολίβανον το φαρμακευτικόν.
Γιατροσόφι: “δεντρολίβανον κοπανισμένο να αλείφει το ανεμοπύρωμα και δια απόστημα” (Λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ 83).
Δημοτικό τραγούδι:
Ψηλή μου δεντρολιναμιά της εκκλησιάς στολίδι, χωρίς εσέ δε γίνεται γάμος και πανηγύρι” (στον παπά το λένε).