δεκρέτο (το)
νομικός όρος = θέσπισμα εξουσίας, διάταγμα (δακρέτο).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Δεκρέτο /τὸ/ ἀρχ. (Ἰ. decreto) = ψήφισμα, θέσπισμα, διάταγμα, ὀφειλή.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
νομικός όρος = θέσπισμα εξουσίας, διάταγμα (δακρέτο).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Δεκρέτο /τὸ/ ἀρχ. (Ἰ. decreto) = ψήφισμα, θέσπισμα, διάταγμα, ὀφειλή.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης