δεκότο ή ντεκότο (το)
τονωτικό φάρμακο ή ποτό, το ζεστό ζουμί βρασμένων βοτάνων.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Δεκότο /τὸ/ (Ἰ. decotto) = ἰατρικὸν ἀφέψημα, τονωτικὸν πόμα, τονωτικὸν ὑγρόν ἐσωτερικῆς λήψεως.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης