Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αλτάνη (η)

  1. σανιδένια προβολή έξω στο παραθύρι της κουζίνας, όπου οι νοικοκυρές άπλωναν τα κουζινικά που έπλεναν, για να στεγνώσουν.
  2. πέτρινη ή χτιστή προεξοχή στο μέσα μέρος του παραθυριού, που χρησιμοποιούνταν σαν νεροχύτης κουζίνας, ή και προς τα έξω για την τοποθέτηση γλαστρών με λουλούδια.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀλτάνη:  /ἡ/ (Ἰ. altana) = λιακωτό, σανὶς ἔξω τοῦ παραθύρου τῆς κουζίνας ὅπου τίθενται πρὸς στέγνωσιν τὰ πλυθέντα μαγειρικὰ σκεύη, πιάτα κ.λ.π.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.