τέζα
Τέζα /ἐπίρ./ (τείνω, Ἰ. tendere) = τεντωτά, ἁπλωτά, ἐκτάδην.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Τέζα /ἐπίρ./ (τείνω, Ἰ. tendere) = τεντωτά, ἁπλωτά, ἐκτάδην.
Τεζάρω (τείνω, Ἰ. tensire) = ἐκτείνω, τεντώνω, ἁπλώνω.
στο άψε σβήσε βλ. τεϊπερτέι
Τειάφ(ι) /τὸ/ = τὸ θεῖον, θειάφι. και δειάφι
αλοιφή με τειάφι και λάδι για τη θεραπεία πληγών Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
Τειαφίζω = θειόω -ῶ, ἐπιπάσσω μὲ θεῖον, θειαφίζω.
σακί του εμπορίου που περιέχει πρώτα τειάφι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τειαφοσάκ(ι) /τὸ/ = θειόσακκος, σάκκος μετρίου μεγέθους ἐκ τῶν χρησιμοποιουμένων εἰς τὸ ἐμπόριον τοῦ θείου. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
σακούλα από αραιό ύφασμα – τουλουπάνι μέσα στην οποίαν βάνουν τειάφι για το τειάφισμα των πρώτων φύλλων και βλαστών του αμπελιού. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τειαφοσακκοῦλα /ἡ/ = σακκίδιον ἐξ ἀραιοῦ ὑφάσματος μέσῳ τοῦ ὁποίου θειώνονται οἱ πρῶτοι βλαστοὶ τῆς ἀμπέλου. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τεϊπερτέϊ (Ἀλ. τέjε περτὲς) = ἐπείγουσα ἄφιξις ἢ ἀναχώρησις. βλ. Ἔρες περτέρες.
εγκυβωτισμένο χορτάρι για τα ζώα, κοινώς σανός.
εγκυβωτίζω σανό
τέκτονες: οἱ τεχνίτες τοῦ ξύλου.
μικρές και σκληρές προγκίτσες με κεφάλι που χρησιμοποιούν οι τσαγκάρηδες για το κάρφωμα των παπουτσιών.
Τελαμπάρκα /ἡ/ (Ἰ. tela-barca) = τὸ δεξιὸν τῆς τράτας ποὺ καθελκύεται τελευταῖον καὶ ἐπιβιβάζεται πρῶτον (τὸ ἀντίστοιχον τῆς ντετέρας).
Τελαρόπορτα = τζαμόπορτα.
τελάρο κεντήματος
είδος υποδημάτων
Τελαυτομοιῶς (τέλει αὐτο-ὁμοίως), ταυτόσημος ἀνταπόδοσις εὐχῆς = ἀντεύχομαι παρομοίως τὰ αὐτά, ἀντεύχομαι ἐπίσης τὰ ἴδια.
Τέλεια /ἐπίρ./ = τελείως, ἀπολύτως, πλήρως. «τέλεια βλάκας».
τζάμι παραθυριού Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τελέρ(ι) /τὸ/ (Ἰ. tollerare, telaro) = ὑελοπλαίσιον παραθύρου, τζαμόφυλλο, τζαμλίκι. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης (το). Το άλλως τζαμ(ι)λίκι. Και αυτό από το ιταλικό τελάρο (telaro) πλαίσιο (παράθυρο εδώ). Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης τελέρι (τό): πλαίσιο τζαμιοῦ παραθύρου (ξυλουργ.), . . . Περισσότερα
η τζαμόπορτα, κυρίως οι εσωτερικές ή οι μπαλκονόπορτες Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τελερόπορτα /ἡ/ (Ἰ. tollerare, tellaro-porta) = ὑελόθυρα, τζαμόπορτα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης τελερόπορτα (ἡ): τζαμόπορτα. Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
Τελεσὸς -ὰ -ὸ βλ. λ. πίσος, δεῖξος, δελεσός.
τεράστιο
παιδεύω, κακοποιώ, βασανίζω. Φράσεις: “ξέκοψε μια προβατίνα απ΄ το κοπάδι και με ετέλεψε, όσο να την πιάσω” – “με τέλεψε αυτή η λέξη όσο να τη βρω”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τελεύω (τελέω) = δίδω τὸ τέλος, βασανίζω θανασίμως, κατατρύχω ἐμμόνως. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
χορδή μουσικού οργάνου
Τέλ(ι) /τὸ/ (Τ. τὲλ) = λεπτότατον σῦρμα, χορδὴ μουσικοῦ ὀργάνου, (Ἰ. tela) = πρόσθετος πλεξὶς κομμώσεως τοπικοῦ νυμφοστολισμοῦ πρὸς στερέωσιν φεσιοῦ, κεφαλοπανιοῦ καὶ τρέμολας. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης τέλι (τό): λεπτό σύρμα, (Τ. tel). Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
το ποδήλατο. Ονομασία παλιά, που σήμερα δε χρησιμοποιείται. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ο Παναγ. Ματαφιάς το λέει τελοσπέτη Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε
κακοποιό πνεύμα που, κατά τη λαϊκή αντίληψη, αλλάζει μορφές και είναι συχνά επιβλαβές σ΄ ανθρώπους και ζώα.
βλ. έρμπα Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
μικρό μαχαίρι, σουγιάς Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τεμπερίν(ι) /τὸ/ (Ἰ. temperino) = μαχαιρίδιον, κονδυλομάχαιρον. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης