τεντώνω
Τεντώνω (τείνω, Ἰ. tendere) = ἐκτείνω, ἁπλώνω, τεζάρω. «τὰ τέντωσε» = κεῖται ἐκτάδην νεκρός.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Τεντώνω (τείνω, Ἰ. tendere) = ἐκτείνω, ἁπλώνω, τεζάρω. «τὰ τέντωσε» = κεῖται ἐκτάδην νεκρός.