τενέλι (το)
παγίδα για πουλιά. Πρόκειται για μια λυγισμένη βέργα που έχει μια θηλιά στην άκρη και καθώς πατάει το πουλί στη βέργα, πιάνεται στη θηλιά.
“πάμε να στήσομε τενέλια;”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τενέλ(ι) /τὸ/ (τείνω) = πτηνοπαγὶς συγκειμένη ἐκ λυγισμένης βέργας φερούσης ἀγκύλην (θηλειάν).
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης