ακρομαίνομαι ή ακρουμαίνομαι και ακρο(υ)μάζομαι
Ακρομαίνομαι ή ακρουμαίνομαι και ακρο(υ)μάζομαι: (ακροώμαι ή ακροάομαι) = εμμένω στο άκουσμα, όπως ακροάζομαι και ακουάζομαι = ακούω μετά προσοχής, ακρόαμα, ακρόασις, ακροατήριον κ.λ.π.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ακρομαίνομαι ή ακρουμαίνομαι και ακρο(υ)μάζομαι: (ακροώμαι ή ακροάομαι) = εμμένω στο άκουσμα, όπως ακροάζομαι και ακουάζομαι = ακούω μετά προσοχής, ακρόαμα, ακρόασις, ακροατήριον κ.λ.π.