τεσίγκλαβος -η -ο 14 Μάι, 2017 Τ 0 Σχόλια 0 Τεσίγκλαβος -η -ο (Γαλ. qinquet, Ἰ. clavo) = σκελετώδης, πετσὶ καὶ κόκκαλο.