στρουγγιάζομαι
μπαίνω στη στρούγκα (Βλάχικα: strunga) = μαντρί,, στάνη.
μτφ. = χαμόσπιτο, φτωχόσπιτο. “Που να στρογκιαστεί κανείς σ΄ αυτό το σπίτι;”.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
μπαίνω στη στρούγκα (Βλάχικα: strunga) = μαντρί,, στάνη.
μτφ. = χαμόσπιτο, φτωχόσπιτο. “Που να στρογκιαστεί κανείς σ΄ αυτό το σπίτι;”.