κακονιός -ιά και κακονηὸς -ὰ
ο άσκημος, ο γερομπασμένος, ο καχεκτικός.
“Α, είναι νια κακονιά, να σ΄πω! … Ένα θέατρο και μισό”. – “Κακονιός ήτανε απ΄ τα νιάτα του”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κακονηὸς -ὰ (κακὸς-νέος) = ἀτροφικός, ἀσθενικός, ἐστρημένος, νεανικῆς ἐμφανίσεως.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης