σύγκαμα (το) και συγκαίομαι
ο ερεθισμός του δέρματος από τον ιδρώτα ή τα ούρα. Σε συνταγή λαϊκογιατρού βλέπομε: “Δια το σύγκαμα του εφεδρώνος καλύτερον δεν είναι παρά να αλειφθή με το ξυγκοκέρι”. Το ρήμα = συγκαίομαι (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ. 231).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σύγκαμα /τὸ/ (σὺν-καίω) = παράτριμμα, ἐρεθισμὸς τοῦ δέρματος ἐξ ἐφιδρώσεως καὶ προστριβῆς μεταξὺ τῶν γλουτῶν, τῶν μηρῶν ἢ ὑπὸ τὴν μασχάλην.
Συγκαίομαι (σὺν-καίω) = πάσχω παράτριμμα, ἐρεθισμὸν τοῦ δέρματος ἐξ ἐφιδρώσεως καὶ προστριβῆς.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης