συγύρια (τα)
τα πράγματα που χρησιμοποιεί μια οικογένεια στο σπίτι ή και έξω απ΄ αυτό. Τα συγύρια τα λένε και ειδίσματα (ως πληθυντικός του “είδος”).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σ(υ)γύρια /τὰ/ (σὺν-γυρόω -ῶ) = εἴδη οἰκιακῆς χρήσεως καὶ εὐθετήσεως, ἐφόδια, χρειαζούμενα.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Συγύρια, τα: τα συγυρίσματα, οι περιποιήσεις, εκ του ρ. συν+γυρίζω, συγυρίζω = περιποιούμαι.
Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα