στρωμή (η)
το στρώμα του σαμαριού, πάνω στο οποίο στηρίζεται ο ξύλινος σκελετός του σαμαριού. Η στρωμή γεμίζεται με άχυρο, καλαμιές, ή άλλο χόρτο. ΟΙ καλές στρωμές στην εξωτερική μεριά ήταν ντυμένες με δέρμα και στην εσωτερική με μάλλινο ύφασμα ΟΙ φτωχικές στρωμές είχαν μέσα κι έξω επένδυση από καναβάτσα.