χουμάω
Χουμάω (χῦμα, χυμάω, χώομαι) = ἐπιτίθεμαι ἀκαθέκτως, ἐπιπίπτω ὁρμητικῶς.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Χουμάω § ὁρμῶ. Π. μαῦρο λιθάριν ἅρπαξε κῂ ἀπάνου του χουμάει (ᾆσμ. 8).
Σημ. Ἐκ τοῦ χύμα (= χεῦμα = ῥοὴ = ὁρμή. ἰδ. Σύλλ. 14).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
Κων/νος Τρ. -
Το συγκεκριμένο ρήμα το χρησιμοποιούμε πολύ και στην Κρήτη!
Ευχαριστώ για το άρθρο.