Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

χούφταλο

Γέροντας καταβεβλημένος (μειωτικό). Με αντιμετάθεση (αλλαγή θέσεως φθόγγων), από το φούχταλο.
Αναλυτικότερα: Από το ρήμα κύπτω, σκύβω, σκύφτω, έχομε κούφταλο, χούφταλο και φούχταλο (πρβλ. χούφτα, φούχτα). Γνώρισμα του γέροντος είναι συνήθως η κύρτωση (σκυφτός από χρόνια). Κοίτα πώς έγινε, χούφταλο, δεν έχει ανάκαρα (από το ανάκαρδα, απρόθυμα, αδύναμα).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.