χούφταλο
Γέροντας καταβεβλημένος (μειωτικό). Με αντιμετάθεση (αλλαγή θέσεως φθόγγων), από το φούχταλο.
Αναλυτικότερα: Από το ρήμα κύπτω, σκύβω, σκύφτω, έχομε κούφταλο, χούφταλο και φούχταλο (πρβλ. χούφτα, φούχτα). Γνώρισμα του γέροντος είναι συνήθως η κύρτωση (σκυφτός από χρόνια). Κοίτα πώς έγινε, χούφταλο, δεν έχει ανάκαρα (από το ανάκαρδα, απρόθυμα, αδύναμα).