Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Ο

όξου και …

έξον και, εκτός κι αν. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ὄξου = ἔξω, ἐκτός, ἐκτὸς ἂν. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

όξω

αποτρεπτικό παρακέλευσμα. Το λέμε όταν θέλομε να αποθαρρύνουμε ή να απομακρύνουμε ένα σκυλί: όξ΄- όξ΄όξ΄από δω. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ὄξω = ἔξω, μακρυά, πήγαιν’ ἀπ’ ἐδῶ. (παράγγελμα ἀποδιώξεως εἰς κῦνα ἢ ἐνθαρρυντικὴ παρακέλευσις εἰς ὀλισθῆσαν ὑποζύγιον). Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

οξωτέρα, η

Οξωτέρα, η: η εξωτέρα, η εξωτερική εργασία στους αγρούς. Το έξω λέγεται και όξου ή όξω.

όπ΄λα

(παρακελευστικό επιφώνημα) = εμπρός, χοπ. Η λέξη συνοδεύεται και από το σκάσιμο των δακτύλων του δεξιού μας χεριού. Το ό(ου)λα είναι κυρίως ενθαρρυντικό-παρορμητικό κέλευσμα στον πρώτο χορευτή. Το λέει δε κι ο ίδιος: όπ΄λαα … ‘οπ΄λα, χοπ, χοπ. (όπλα) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ὄπ(ου)λα -τα /ἠχητ./ . . . Περισσότερα

ὀπιστόκληρα

’Οπιστόκληρα, § οὕτω καλοῦνται τὰ ἐρίφια, τὰ φέροντα εἰς τὸ ὄπισθεν μέρος τῶν ὠτίων σημεῖά τινα τεχνητὰ πρὸς διάκρισιν. Καλοῦνται δὲ καὶ ἐμπροστόκληρα, ὅταν φέρωσιν αὐτὰ εἰς τὸ ἔμπροσθεν μέρος τῶν ὠτίων.

οργιά

Είναι η αρχαία ελληνική “οργυιά” από το ρήμα ορέγω (όρεξη) και σημαίνει κατά πρώτο, απλώνω τα χέρια. “Μονάδα μήκους αποστάσεων” … ίση περίπου με το μήκος που έχουν τα χέρια τεντωμένα. Στο χωριό λέμε: “Ξύπνα, ο ήλιος είναι δυο οργιές απάνου …”, πέρασε δηλ. η ώρα, άργησες. Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα . . . Περισσότερα

ὀργίζομαι

Ὀργίζομαι, § ὀργίζομαι. Σημ. Ἐκ τοῦ ἀρχ. ὀργιάω ἄλλου τύπου τοῦ ὀργίζομαι

ὄργος

Ὄργος /ὁ/ (ὀργάω-ἐργάω) = ὁ τόπος τῆς ἀγροτικῆς καλλιεργείας καὶ ἰδίᾳ ἡ περιοχὴ τοῦ σκαψίματος ἢ τῆς ἀρόσεως. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης ἢ ὀργός: ὁ ανορυττόμενος αὖλαξ, αὐτή ἡ γραμμή Σημειώσεις Βαλαωρίτη Ἀπαντα – Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, Σχόλια στόν Ἀθανάσιο Διάκο

οργοτόμος (ο)

ο επιστάτης αγροτικών εργασιών. ΒΑΛ. Αθανάσιος Διάκος, στα σχόλια σημειώνει: “οργοτόμος” = ο διευθύνων τους θεριστάς και εν γένει ταις αγροτικαίς εργασίαις, ο προπορευόμενος σκαπανεύς. Ο χαράττων την γραμμήν, ήτις τίθεται ως ώριον εις τας γινομένας ανασκαφάς”. Όργος ή οργός ο ανορυττόμενος αύλαξ, αυτή η γραμμή. στίχος: “Χιλιάδες ήρθαν θερισταί . . . Περισσότερα

ὄργωμα

Ὄργωμα /τὸ/ (ὀργάω, ἐργάω) = σκάψιμον δι’ ἀρότρου ἢ ἀξίνης.

ὀργώνω

Ὀργώνω (ὀργάω, ἐργάω) = ἀνασκάπτω, καλλιεργῶ, διεξέρχομαι ἐπιμόχθως.

ορδινάριος (ο)

ο κοινός άνθρωπος, ο ευτελής, ο πρόστυχος, ο λαϊκός τύπος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ὀρδ(ι)νάριος /ὁ/ (Ἰ. ordinario) = τῆς σειρᾶς, λαϊκός, εὐτελής. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ορίζω

είμαι κύριος κτήματος, σπιτιού κ.λπ. φράσεις: “δεν ορίζω την περιουσία μου;” = δεν εξουσιάζω; – “τα παιδιά μου τα ορίζω εγώ”. Επίσης σημαίνει = περάστε, ορίστε κοπιάστε μέσα στο φτωχικό μας κ.λπ.

ὅριο

Ὅριο § τὸ σύνορον. Π. ὅριο μονοπάτι. (ἰδ. ᾆσμ. 5) = ὁδὸς συνορεύουσα μὲ τὸ μέρος, πρὸς ὃ διευθύνεταί τις. Ἡ λ. εἶναι εὔχρ. μόνον εἰς τὰ ᾄσματά μας. Σημ. Ἐκ τοῦ ὅριον. Φυσικώτερον ὥρῃο μονοπάτι. Σ.Φ.Ε.

ορκέλλα (η)

η ξύλινη κουβαρίστρα. “δώσε μου μια ορκέλλα μαύρη”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξύλινη κουβαρίστρα. Η λέξη είναι ιταλικής προελεύσεως. Το ιταλικό rocca που είναι η γνωστή μας ρόκα για το γνέψιμο (η ηλακάτη των αρχαίων) και το υποκοριστικό του ροκέλλα, μας έδωσαν την ορκέλλα (με αναγραμματισμό) . . . Περισσότερα

ὀρλάδες (οἱ)

ὀρλάδες (οἱ): σανίδες πλάτους περίπου δεκαπέντε ἑκατοστῶν, οἱ ὁποῖες καρφώνονταν στόν τοῖχο στό ὕψος τῶν τρα­πεζιῶν, τῶν καθισμάτων, καναπέδων κ.λπ. ὥστε νά μήν φθείρεται ὁ τοῖχος ἀπό τά ἔπιπλα, (IT. orlare).

ὁρμ(η)νεύω

Ὁρμ(η)νεύω (ἑρμηνεύω) = νουθετῶ, συμβουλεύω, κάμνω συστάσεις. ὁρμνεύω / ὁρμηνεύω

ὁρμήνεια

Ὁρμήνεια /ἡ/ (ἑρμηνεία) = νουθεσία, συμβουλή, σύστασις. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ορμήνεια, η : (ρ. ορμηνεύω, αρχ. ερμηνεύω) = η συμβουλή.Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα

όρμπο

ας γίνει ο,τι θέλει, στάχτη και κουρνιαχτός να γίνουν όλα, χτυπήματα στα τυφλά, στα στραβά. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ὅρμπο /ἐπίρ. ἢ ἐπιφών./ (Λ. orbus) = εἰς ὀρφανείαν, εἰς ὄλεθρον, εἰς ἀφανισμόν, «γαῖα πυρὶ μιχθήτω». Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ὀρνίθι

Καὶ σὺ τὸ ξυπνητῆρι μας, σὺ τοῦ βουνοῦ τ΄ ὀρνίθι σελ. (160, Ἀθ. Διάκος, ΑΣΜΑ ΤΡΙΤΟΝ) ὀρνίθι καὶ πληθυντικῶς ὀρνίθια τὰ κατοικίδια πτηνά. Ἀλλ΄ ὅταν θέλῃ τις νὰ δηλώσῃ τὰς καθ΄ ὡρισμὲνας νυκτερινὰς ὥρας φωνὰς τοῦ  ἀλέκτορος, τότε συνηθέστερον ἑνικῶς. Λ.χ. ” Ἐλάλησε τὠρνίθι”. βλ. αρνίθι

ορνιθόκωλος

Είναι ο κοινώς τριχοφάγος ή επιστημονικά αλωπεκία (μερική ή ολική). Παλιά η πάθηση αυτή του τριχωτού της κεφαλής αντιμετωπιζότανε από τους κουρείς με γιατροσόφια, όπως σκόρδα κ.λπ. Αποτελεσματική όμως θεραπεία θεωρούνταν η γυμνή επαφή του πάσχοντος τριχωτού με τον πισινό της κότας. Η “επέμβαση” αυτή έδωκε το όνομα ορνιθόκωλος!

ὀρνικὸ

Ὀρν(ι)κὸ /τὸ/ (ὄρνυμι, Ἰ. ornare) = προσόν, προτέρημα, καλωσύνη, αἴσθημα, χάρις. «δὲν ἔχει ὀρνικὸ ἀπάν’ του».

όρσε (επίρρ.)

επιφώνημα οργής συνοδευόμενο από φασκέλωμα: αλλιώς: Να πάρε. φράση: “όρσε, κουμπάρε κουφέττα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ὄρσε (ὁρίζω, ὄρνυμι) = πρόσταξε, εὐαρεστήσου, πᾶρε, νά. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ὀρτζάδα

Ὀρτζάδα /ἡ/ (Γαλλ. orange, Ἰ. arancia) = χυμὸς πορτοκαλιοῦ, πορτοκαλάδα.