Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Ο

ορτζαλίδες

ασθένεια των ούλων Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

όρτη (η)

η κανονική, η ορθή όψη του υφάσματος. Το αντίθετο της όρτης είναι η ανάποδη. “Όταν φοράς τα ρούχα σου απ΄ την ανάποδη σε κοροϊδεύουν, σε λένε αφηρημένο και γρουσούζη”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ὄρτη /ἡ/ (ὀρθὴ) = ἡ ὀρθὴ ὄψις ὑφάσματος, ἐνδύματος κ.λπ. «γιὰ γύρσέ το . . . Περισσότερα

ορτήρι

έτσι ονόμαζαν ένα ξυλάκι στο στήσιμο παγιδών για πουλιά, τις λεγόμενες πλάκες. Άνθια Αηπετρίτικα, Στάθης Μαργέλης

ὀρτός -ή-ό

Ὀρτὸς -ὴ -ὸ = ὀρθός, ὄρθιος. «σήκω ὀρτός», ὀρθοστάτης τῆς θύρας ἐκ πελεκητῶν λίθων. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Είναι ο όρθιος. Λέμε: Αυτός πλααίνει (κοιμάται) ορτός! Το ίδιο κι όταν λέμε για ις δυο όψεις του υφάσματος: “Όρτ κι ανάποδη”. Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης ὀρτός -ή-ό: ὀρθός, ὀρθοστάτης . . . Περισσότερα

ορτοστήμονο (το)

το ύφασμα που ράβεται, ως συμπληρωματικό κομμάτι, με κάθετο στημόνι. Όταν αγόραζαν οι παλαιές γυναίκες, ένα φόρεμα χωριάτικο και δεν έφτανε η “πέτσα” του καταστήματος, τότε έβαναν συμπλήρωμα ένα κομμάτι με το στημόνι διαφόρου φοράς.  Κι έλεγαν: “Ας είναι κι ορθοστημένο, δεν πειράζει”. Επίσης οι γυναίκες στα χωριά έκαναν και . . . Περισσότερα

ὀρτοστήμονος -η -ο

Ὀρτοστήμονος -η -ο (ὀρθός, ὄρθιος-στήμων) = ὁ ἐρραμένος καὶ φερόμενος μὲ κάθετον τὸ στημόνι τῆς ὑφάνσεως.

όρτσα (επίρρ.)

Όταν η πλώρη του καραβιού είναι γυρισμένη προς την κατεύθυνση του ανέμου. Αστειολογική έννοια, απάνω τους, εμπρός… Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ὄρτσα /ἐπίρ./ (Ἰ. orza) = προσηνέμως, ἐπὶ τὸν ἄνεμον. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης  

ορφανοκοίλης (ο)

όποιος μένει ορφανός, προτού να ιδεί το φως του κόσμου, πριν βγει απ΄την κοιλιά της μάνας του.

οσκρός (ο)

το δηλητήριο μερικών φιδιών, του σκορπιού, της μέλισσας κ.α. Άγγ. Σικελιανός, Αλαφρ. Ι, 713: “κεντρώστε με τον οσκρό / κάθε φιδιού που από το ντύμα βγαίνει”. Σε περίπτωση  που ο οσκρός προερχόταν από σκορπιό, δάγκωνε δηλ. ο σκορπιός κάποιον, τότε σκότωναν έναν σκορπιό, τον καίγανε, βράζανε τη στάχτη του με . . . Περισσότερα

οσπίτιον

σπίτι. έτσι αναφέρεται σε πολλά γραπτά κείμενα του 17ου-19ου αι.. Από το λατινικό hospitiym και από τους βυζαντινούς. Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

οτρά (η)

[πριν από άλλη λέξη] χρωματιστό γαϊτάνι, μεταξοκλωστή. Τις οτρές τις λένε και μανάδες. Το πλέξιμο της οτράς από μεταξοκλωστές γινόταν μαστορικά, με τέχνη απ΄ τους φραγκοράφτες. Με τις οτρές διακοσμούσαν τις παραδοσιακές φορεσιές, ιδίως τα κοντέσια και τα γελέκια. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ὀτρὰ /ἡ/ (Τ. . . . Περισσότερα

οὐγγιά (ἡ)

οὐγγιά (ἡ): ὑποδιαίρεση τῆς γιάρδας [1]. [1]  Τά μέτρα καί σταθμά στήν ἑπτάνησο ἐπί ἀγγλικῆς «Προστασίας» καθωρίστηκαν μέ τήν πρά­ξη 9/24-4-1828 τοῦ Γ΄ Κοινοβουλίου. Μέ τό ἄρθρο 3 ὡρίσθηκε τό μέτρο μήκους νά εἶναι ἀπό τήν 1-2-1829, ἴσο μέ τήν αὐτοκρατορική Ἀγγλική Γιάρδα, καί νά ὀνομάζε­ται Ἰονική Γιάρδα: (1 γιάρδα = . . . Περισσότερα

ούλτιμο (το)

το τελευταίο, το έσχατο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Οὔλτ(ι)μο /τὸ/ (Ἰ. ultimo) = τὸ ὕστατον, ἡ ἐσχάτη ὥρα, τὸ τελειωτικόν, τὸ μοιραῖον, ὁ θάνατος. «αὐτὸ θὰ νἆναι τὸ οὔλτιμο». Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ούλτιμος -η -ο

ο τελευταίος Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Οὔλτ(ι)μος -η -ο (Ἰ. ultimo) = ὕστατος, τελευταῖος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ούργια (επίρρ.)

επιθετική παρόρμηση εναντίον κάποιου – “ούργια απάνω του …”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Οὔρ(γ)ια /ἐπίρ./ (οὔριος -α, Τ. οὐγούρ, Σ. jούρις) = κατ’ εὐθεῖαν, ἀκαθέκτως. «ἐρχόνταν’ οὔρια κατ’ ἀπάν’ μου». Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

οφίτζιον

το αξίωμα, η εξουσία. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ὀφίτζιον /τὸ/ ἀρχ. (Ἰ. ufficio) = ἐξουσία, δικαίωμα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

οφφίκιον (το)

εκκλησιαστική υπηρεσία, αξίωμα που δίνεται από την εκκλησία. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ὀφίκκιον /τὸ/ ἀρχ. (Ἰ. officio) = ἐκκλησιαστικὸν ἀξίωμα, καθῆκον, ὑπηρεσία. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης