οργιά
Είναι η αρχαία ελληνική “οργυιά” από το ρήμα ορέγω (όρεξη) και σημαίνει κατά πρώτο, απλώνω τα χέρια. “Μονάδα μήκους αποστάσεων” … ίση περίπου με το μήκος που έχουν τα χέρια τεντωμένα. Στο χωριό λέμε: “Ξύπνα, ο ήλιος είναι δυο οργιές απάνου …”, πέρασε δηλ. η ώρα, άργησες.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Οργυιά, η: Κατά συγκοπήν εκ του ορέγυια: «το διάστημα το διαλαμβανόμενον υπό των δύο εκτεταμένων βραχιόνων». Εκ του ρ. ορέγω ή ορέγνυμι = εκτείνω, απλώνω «χείρα εις τον ουρανόν». (Ομηρικόν Λεξ. Πανταζίδη).
Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα