Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

οργιά

Είναι η αρχαία ελληνική “οργυιά” από το ρήμα ορέγω (όρεξη) και σημαίνει κατά πρώτο, απλώνω τα χέρια. “Μονάδα μήκους αποστάσεων” … ίση περίπου με το μήκος που έχουν τα χέρια τεντωμένα. Στο χωριό λέμε: “Ξύπνα, ο ήλιος είναι δυο οργιές απάνου …”, πέρασε δηλ. η ώρα, άργησες.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Οργυιά, η: Κατά συγκοπήν εκ του ορέγυια: «το διάστημα το διαλαμβανόμενον υπό των δύο εκτεταμένων βραχιόνων». Εκ του ρ. ορέγω ή ορέγνυμι = εκτείνω, απλώνω «χείρα εις τον ουρανόν». (Ομηρικόν Λεξ. Πανταζίδη).

Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.