όρμπο
ας γίνει ο,τι θέλει, στάχτη και κουρνιαχτός να γίνουν όλα, χτυπήματα στα τυφλά, στα στραβά.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ὅρμπο /ἐπίρ. ἢ ἐπιφών./ (Λ. orbus) = εἰς ὀρφανείαν, εἰς ὄλεθρον, εἰς ἀφανισμόν, «γαῖα πυρὶ μιχθήτω».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης