Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Ο

οχιά (η)

το γνωστό φαρμακερό φίδι, έχιδνα. μτφ. : η κακόγλωσση γυναίκα. Παροιμία: “Αν σε φάϊ τ΄ ακονάκι, το τσαπί και το φκιαράκι / κι αν σε φάω ΄γω η οχιούλα, έχεις μιαν απαντοχούλα“. ΒΑΛ. Κυρά Φροσύνη Α’ 304: “Καθώς τα τέκνα της οχιάς ξεσχίζουνε και τρώγουν”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος . . . Περισσότερα

οχνάδα

Ιδιωματικός τύπος της λέξης αχνάδα, που σημαίνει θαμπάδα. Στο χωριό λέμε: του πήρε μια οχνάδα, είπε κάτι “μέσα σ΄ άκρες”, ή “να πάρ΄ς μια οχνάδα”.

ὄχτος (ὁ)

ὄχτος (ὁ): ὄχθη, φυσική ἤ τεχνητή κατακόρυφος τομή ἐδάφους. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ὄχτος -ιὰ /ὁ, ἡ/ (ὄχθη) = φυσικὴ ἢ τεχνητὴ κατακόρυφος τομὴ τοῦ ἐδάφους, κατακόρυφον ἀνάχωμα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

όψομαι

Όψομαι: Εκ του ρ. οράω ή ορόω, παρ. εώρων, αόρ. είδον, μέλ. όψομαι (εκ του ΟΠ-, παρακ. όπωπα) = βλέπω, παρατηρώ, θεώμαι, κοιτάζω.