Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Ο

ὄλε

Ὄλε (Ἱσπν. ole) = ἐπιφώνησις χαρᾶς ἐν συναντήσει μετὰ φιλικοῦ προσώπου.

ὀλός

Ὀλός, § ὁ τοῦ ὀκτάποδος στόμαχος, ὃς καὶ κουκοῦλα λέγεται. Σημ. Ἐκ τοῦ ἀρχαίου ὀλὸς τοῦ σημαίνοντος τὸ μέλαν τῆς σηπίας.

ολοσούσ(ου)μος -η

ολόιδιος, όμοιος, φτυστός. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ὁλοσούσ(ου)μος -η -ο (ὅλος-σὺν-σῆμα) = ὁλοΐδιος, πανόμοιος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ολοτσίτσιδος -η -ο

γυμνός, ζόρκος.  Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ὁλοτσίτσ(ι)δος -η -ο (ὅλος, Ἰ. ciccia) = ὁλόγυμνος, ἀδαμιαῖος. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Γυμνός, ολόγυμνος. Το τσιτσό στην παιδική ηλικία είναι το κρέας, Υποκοριστικό το ουσιαστικό τσιτσίδι κι απ΄ αυτό το επίθετο τσίτσιδος και ολοτσίτσιδος, ολόγυμνος. Καρσάνικα Γλωσσικά . . . Περισσότερα

όμορφα – όμορφα (επίρρ.)

προσεχτικά, κόσμια. φράση: “πήγαινε και  … όμορφα  – όμορφα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ὄμορφα (εὐ, ἐν-μορφῆ) = εὐμόρφως, προσεκτικά, καλαισθητικῶς, εὐτάκτως. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Ὄμμορφα, ΚΝ. ἐπίρ. τροπ. § προσεκτικῶς. Π. ὄμμορφα μὴν πέσῃς, § καλῶς. γράψε ὄμμορφα. Σημ. Ἐκ τοῦ εὔμορφα τροπῇ τοῦ . . . Περισσότερα

ὅμπληξις

Ὄμπληξις, § ἐμπύησις πληγῆς. Σημ. Ἴσως ἐκ τοῦ ἔμπλησις (ἐμπλήθω) τροπῇ τοῦ ε εἰς ο κατὰ τὰ πλεῖστα ἄλλα ἑβραῖος, ὑβραῖος, ἐχθρός, ὀχτρός, κτλ. καὶ τοῦ σ εἰς ξ κατὰ τὰ Δωρ. καθίξας ἀντὶ καθίσας.

ομπλιγάρω

(ιταλ. obbligare), υποχρεώνω βλ. ομπλιγκατζόνε,  ομπλιγάδος, ομπλίγος, ομπλιγάρομαι

ομπλιγκατζόνε

(obligazione) = η δέσμευση, η υποχρέωση. (Γεωργικά της Λευκάδας, σελ 176-77). Παραθέτομε απόσπασμα μισθωτηρίου εγγράφου συνταγμένου στην Αμαξική (τότε πρωτεύουσα της Λευκάδας) στα 1711, που περιλαμβάνει τις παραπάνω λέξεις: ” … και όσα παλιά κλίματα είναι να τα καταβολιάζει και να τα χιόνι στης γης, και λίποντας από τες άνοθεν . . . Περισσότερα

ομπλός -ή -ό

απαλός, αραιός στο πλέξιμο. “το ζυμάρι έγινε πολύ ομπλό”, απαλό. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ὀμπλὸς -ὴ -ὸ (ἐμβελής, ἔμβολος, ἀμβλύς, Λ. amplus) = ἀραιὸς εἰς τὸ πλέξιμον ἢ τὴν ὕφανσιν, τραχείας ὑφάνσεως. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ὀνάδα

Ὀνάδα /ἡ/ (ὁμηρ. ὄγχνη-ὰς) = ποικιλία ἀχλαδιοῦ Λευκάδος, σηκοτάπιδο.

ονάδες

ποικιλία αχλαδιών Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

ονόρο (το)

όρος στο χαρτοπαίγνιο: άσσος, ρήγας. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ὀνόρο /τὸ/ (Ἰ. onore) = παιγνιόχαρτον συμβατικῆς ἀξίας εἰς τὸ χαρτοπαίγνιον (ἄσσος, ρήγας). Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ὄντας

Ὄντας (Σ. ὄνdα) = ὅτε, ὅταν, ὁσάκις, τότε πού. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ὅντα καὶ Ὅντας ἴδε ἀφόντας. Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

όξ΄κι όξ΄

πέρα για πέρα. “Η πρόγκα βγήκε όξ΄κι όξ΄” = απ΄ τη μια άκρη ως την άλλη.

ὄξου

Ὄξου = διώξιμο σκυλιῶν (ὅπω τό οὔστ). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής (<έξω) εκτός Γλωσσάριο Ελένης Γράψα