όρσε (επίρρ.)
επιφώνημα οργής συνοδευόμενο από φασκέλωμα: αλλιώς: Να πάρε.
φράση: “όρσε, κουμπάρε κουφέττα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ὄρσε (ὁρίζω, ὄρνυμι) = πρόσταξε, εὐαρεστήσου, πᾶρε, νά.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης