ορκέλλα (η)
η ξύλινη κουβαρίστρα. “δώσε μου μια ορκέλλα μαύρη”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξύλινη κουβαρίστρα. Η λέξη είναι ιταλικής προελεύσεως. Το ιταλικό rocca που είναι η γνωστή μας ρόκα για το γνέψιμο (η ηλακάτη των αρχαίων) και το υποκοριστικό του ροκέλλα, μας έδωσαν την ορκέλλα (με αναγραμματισμό) αντί ροκέλα. Το ίδιο έγινε και με την κορδέλα: corda (χορδή) cordella κορδέλα. Το rocello του Λάζαρη είναι φυσικά άσχετο. Ακόμα ηχεί στα αυτιά μου η παραγγελία της μάνας μου: “Πήγαινε στο Μανώλη, να μ΄ πάρεις μια ορκέλλα μαύρη (ή άσπρ΄). Ήταν τα δυο βασικά χρώματα των κλωστών τότε. Είναι ευνόητη η σχέση του αδραχτιού της ρόκας, που ετύλιγε το νήμα, με την κουβαρίστρα (ορκέλλα εν προκειμένω) που έχει την κλωστή τυλιγμένη.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Ορκέλα, η: ορκάνη, η = η ερκάνη, το έρκος (εκ του ρ. έργω, είργω) = φραγμός, φράκτης, περίφραγμα (έρκος οδόντων), δίκτυον, οι κυκλικές σπείρες του σχοινίου (κοιν. λάσσου), του εκσφενδονιζομένου προς σύλληψιν αγρίων ζώων. (Λεξ. Αρχ. Ελλην. Ιωαν. Σταματάκου). Κατ’ αντιστοιχία οι σπείρες της κλωστής σε υποστήριγμα-φράκτη, τύπου μασουριού, με θριγκό είναι η ορκέλα.
Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα