Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ὀρνικὸ

Ὀρν(ι)κὸ /τὸ/ (ὄρνυμι, Ἰ. ornare) = προσόν, προτέρημα, καλωσύνη, αἴσθημα, χάρις. «δὲν ἔχει ὀρνικὸ ἀπάν’ του».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.