Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Λ

λούφα (η)

μαύρο αποδημητικό πουλί (υδρόρνις). Τις λούφες που συχνάζουν στα ρηχά θαλάσσια μέρη της κυνηγούν οι κυνηγοί και τις πουλούν στη Χώρα. Πολλές λούφες πέφτουν στις λιμνοθάλασσες της Λευκάδας. Έχουν νόστιμο κρέας. κάνω λούφα = σιωπώ από φόβο ή αμηχανία. “Έκαμε λούφα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λούφα . . . Περισσότερα

λουφάζω

μένω ακίνητος και σιωπηλός σε κάποιο μέρος από φόβο ανθρώπων ή θηρίων. “Ελούφαξα από τον τρόμο μου” – “Μ΄ έδειρε ο πατέρας μου και λούφαξα σε μια άκρη χωρίς να βγάνω μπαμπαξά“. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λ(ου)φάζω (λωφάω) = συμπτύσσομαι ἐν σιγῇ καὶ φόβῳ ἢ πρὸς . . . Περισσότερα

λοχεύω

πειράζω κάποιον, τον κεντρίζω χωρίς αιτία. “Έρχεται εκεί το παλιόπαιδο του Τάδε και λοχεύει το γιο μου”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λοχεύω (λογχεύω) = ἐρεθίζω, προκαλῶ, τσιγκλάω, κεντρίζω ἀναιτίως. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

λυγγιάζω

Λυγγιάζω, § εὔχρ. ἐν τῇ φρ. δὲ θὰ τὸ λυγγιάσωμε; – δὲν θὰ ἀπολαύσωμεν τὸ ποθούμενον; Σημ. Μήπως ἐκ τοῦ λύγξ;

λυγιά (η)

το δέντρο λυγαριά. Τα φύλλα της λυγιάς έχουν θεραπευτικές ιδιότητες: “Έπαρε, ιατρέ, της λυγαριάς τα φύλλα και κοπάνησέ τα καλά, έπειτα βάλε βούτυρον, το αρκούν, να γένει ωσάν αλοιφή και άλειφε συχνά τες άνωθεν ασθένειες (εις λειχήναν και εις φλεματζιόνες διδύμων και εις έτερες σκληροσύνες του σώματος, τες θεραπεύει) και υγιαίνουσι” . . . Περισσότερα

λυγκιάζομαι

με πιάνει λόξυγγας, που σημαίνει ότι “κάποιος με μελετάει”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λ(υ)γκιάζομαι (λύζω, λὺγξ) = καταλαμβάνομαι ἀπὸ λύγκα, παθαίνω λόξυγκα, ἰλυγκιάζομαι. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

λύκος (ο)

το παρασιτικό φυτό λύκος που παρασιτεί στα κουκιά, μπιζέλια κλπ. νόσος του δέρματος, κοινώς λούπος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λύκος /ὁ/ (Λ. lupus) = ὁ λύκος (Ἰ. lecare) = τὸ παρασιτικὸν τῶν κυάμων, πιζελιῶν κ.τ.ὅ. ὀροβάγχη ἡ ἐπαλξωτή, ἡ σφύρα (κόκκορας) τοῦ κυνηγετικοῦ ὅπλου. Τα Λευκαδίτικα . . . Περισσότερα

λύμπα

Λύμπα = βαθούλωμα μεγάλης πέτρας (βράχου) πού συγκρατεῖ γιά πολύ χρόνο νερό ἀπ᾿ τό ὁποῖο ξεδιψοῦν τά ἀγρίμια καί τά πουλιά. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

λυνός

Λυνός = εἶδος στρογγυλῆς δεξαμενῆς ὑπό τοῦ ἐδάφους, ἀλλά καί πάνω σ᾿ αὐτό πού ἀποθήκευαν τά κρασιά τους, ἤ ἀκόμα καί νερό. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

λυριάζω

αδυνατίζω, φτωχαίνω, είμαι εξαθλιωμένος. φράση: “Ελύριασε και απολύριασε”.

λυσ(σ)ακά (τα)

μεγάλη μανία, έλξη, για επιτυχία κάποιου σκοπού, κοπιώδεις προσπάθειες. φράση: “Έφαγε τα λυσσακά του, μα δεν το βρήκε”. Κατάρα: “Να φας τα λυσσακά σου!¨

λύσις ή λύσιμο (αντρόγυνου)

Μαγγανεία του αμποδέματος: Από γιατροσόφι: 1) “Δια να λύσεις ανδρόγυνο. Έπαρε χολήν κοράκου και μελισσανθόλαδο, ίσια και τα δύο και ας αλείφει ο άντρας εις όλο του το κορμί και ας γράψει το προπάριον ετούτο, της Πεντηκοστής, να το βαστά επάνω του: “Λύει τα δεσμά και δροσίζει την φλόγα” και . . . Περισσότερα

λυχνάρα (η)

μεγάλο τετράγωνο και τετράφωτο λυχνάρι, λάτινο ή χάλκινο, που το χρησιμοποιούσαν στα παλιά λιτρουβειά. Τα 4 στόμια των γωνιών του, όπου έβαζαν το φιτίλι λαδιού, λέγονταν “τσίμπ(α)λο“. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λ(υ)χνάρα /ἡ/ = τετράφωτος λυχνία ἐλαίου ἐκ τετραγωνικοῦ φύλλου χαλκοῦ, τσίγκου ἢ λευκοσιδήρου συνεπτυγμένου κατὰ . . . Περισσότερα

λυχνάρι

Το αγόραζαν από πλανόδιους. Είχε λάδι και φυτίλι για να το ανάβουν να φέγγει. Κατασκευαζόταν από χαλκό, τενεκέ, σίδερο ή ατσάλι. Οι μεγάλοι λυχνοστάτες ήταν χάλκινοι ή ξύλινοι και τους έβαζαν στη μέση του τραπεζιού και κρεμούσαν το λυχνάρι (χρησίμευαν για κοινωνικές εκδηλώσεις, όπως γάμοι, βαφτισια και θάνατοι).

λυχναρόλαδο

Μ΄αυτό έτριβαν τα νεύρα σε περίπτωση ξυλιάσματος ή νευρόπονου. Γινόταν στον άρρωστο προσεχτικό μασάζ με τα δυο δάχτυλα. Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

λυχνοστάτης (ο)

κινητός ξύλινος πάσσαλος μπηγμένος σε πέτρινη ή ξύλινη βάση, στον οποίον κρεμούν από ένα καρφί το λυχνάρι ή το λουμίνι. Η θέση του λυχνοστάτη είναι πάντα δίπλα στο τζάκι (γωνιά). Σε καταγραφή του 1784, Νο 27 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας), βλέπομε: “Ένας λυχνοστάτης ξύλινος”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής . . . Περισσότερα

λώβα (η)

βαριά επιδημική αρρώστια, η λέπρα. μεταφορικά: ανυποληψία, η ρυπαρότητα. Λώβα αποκαλούν και την αχαΐρευτη, ανοικοκύρευτη, τεμπέλα γυναίκα. φράση: “Θα λωβιάσουμε εδώ μέσα από τη βρώμα”. Βαλαωρ. Αθ. Διάκος, άσμα Δ΄: “ανάθρεμμα της ευλογιάς, της λώβας στερνοπαίδι”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λώβα /ἡ/ (λώβη) = ἀσθένεια, λέπρα, ἀτιμία, . . . Περισσότερα

λωβιάζω

Λωβιάζω (λωβάω) = πάσχω ἐκ λέπρας ἢ ἄλλου ἀνιάτου νοσήματος, καθίσταμαι ἀπροσπέλαστος λόγῳ ρυπαρότητος. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Λώβα ή λωβή είναι η λέπρα. Λέμε: ελώβιασε, απ΄ την ακαθαρσία. Και στους βυζαντινούς, λώβα,, είδος λέπρας. Δεν ξέρω αν το Κατωποδέικο παρατσούκλι Λόβλος σχετίζεται. Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. . . . Περισσότερα

λωβός

Λωβός, βλαμμένος, ἀσθενιάρης ἀπ᾿ τό ἀρχαῖο λώβα (λέπρα).

λώθρα (η)

η άκρη (η μύτη) του πεταλόκαρφου, που την αποκόπτουν μετά το μπήξιμο του καρφιού στο νύχι του ζώου. Κι αυτό για να μη “λωθροκόβεται” το ζώο. Βαλαωρ. Αθ. Διάκος, Α΄: “μουγκρίζουν, φοβερίζουνε, πως σε θα μείνει λώθρα, / σ΄ αυτή τη δύστυχη τη γη, φωτιά, δρεπάνι, τρόμος …” πράγμα χωρίς . . . Περισσότερα

λωθριάζω

Λωθριάζω (ἧλος-θρίον, τρύω, Ἰ. lutare;) = ἐπικάμπτω τὸ ἐκ τοῦ ὄνυχος τοῦ ὑποζυγίου ἐξέχον ἄκρον τοῦ πεταλοκαρφίου ἀφοῦ ἀποκόψω τὸ πλεονάζον.

λωθροκόβομαι

τραυματίζομαι στα στραγάλια από τις μύτες πεταλόκαρφιών, που τυχαίνει να εξέχουν. Λέγεται για τα ζώα που πεταλώνονται. μεταφορικά: παλιότερα χρησιμοποιούνταν η λέξη προκειμένου περί των παιδιών που τραυματίζονταν στα στραγάλια από τα χοντροπάπουτσα που φορούσαν , τότε. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λωθροκόβομαι (ἧλος-θρίον, Ἰ. lutare;-κόπτω) = . . . Περισσότερα

λώος

(επιθ. αρχ) καλύτερος, ωφελιιμότερος (υπερθ, του αγαθός)