λώβα (η)
βαριά επιδημική αρρώστια, η λέπρα.
μεταφορικά: ανυποληψία, η ρυπαρότητα.
Λώβα αποκαλούν και την αχαΐρευτη, ανοικοκύρευτη, τεμπέλα γυναίκα. φράση: “Θα λωβιάσουμε εδώ μέσα από τη βρώμα”.
Βαλαωρ. Αθ. Διάκος, άσμα Δ΄: “ανάθρεμμα της ευλογιάς, της λώβας στερνοπαίδι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λώβα /ἡ/ (λώβη) = ἀσθένεια, λέπρα, ἀτιμία, ρυπαρότης.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Λώβα = ἀσθένεια
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής