Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λώβα (η)

βαριά επιδημική αρρώστια, η λέπρα.
μεταφορικά: ανυποληψία, η ρυπαρότητα.
Λώβα αποκαλούν και την αχαΐρευτη, ανοικοκύρευτη, τεμπέλα γυναίκα. φράση: “Θα λωβιάσουμε εδώ μέσα από τη βρώμα”.
Βαλαωρ. Αθ. Διάκος, άσμα Δ΄: “ανάθρεμμα της ευλογιάς, της λώβας στερνοπαίδι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λώβα /ἡ/ (λώβη) = ἀσθένεια, λέπρα, ἀτιμία, ρυπαρότης.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Λώβα = ἀσθένεια

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.