λυχνοστάτης (ο)
κινητός ξύλινος πάσσαλος μπηγμένος σε πέτρινη ή ξύλινη βάση, στον οποίον κρεμούν από ένα καρφί το λυχνάρι ή το λουμίνι. Η θέση του λυχνοστάτη είναι πάντα δίπλα στο τζάκι (γωνιά). Σε καταγραφή του 1784, Νο 27 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας), βλέπομε: “Ένας λυχνοστάτης ξύλινος”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λ(υ)χνοστάτ(η)ς /ὁ/ (λύχνος-ἵστημι) = ξύλινος πασσαλίσκος πεπηγμένος ἐπὶ διατρήτου λιθίνης βάσεως καὶ φέρων καρφίδα εἰς τὸ ἄνω μέρος ὅπου κρεμᾶται ὁ λύχνος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης