Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λυχνάρα (η)

μεγάλο τετράγωνο και τετράφωτο λυχνάρι, λάτινο ή χάλκινο, που το χρησιμοποιούσαν στα παλιά λιτρουβειά. Τα 4 στόμια των γωνιών του, όπου έβαζαν το φιτίλι λαδιού, λέγονταν “τσίμπ(α)λο“.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λ(υ)χνάρα /ἡ/ = τετράφωτος λυχνία ἐλαίου ἐκ τετραγωνικοῦ φύλλου χαλκοῦ, τσίγκου ἢ λευκοσιδήρου συνεπτυγμένου κατὰ τὰς γωνίας ἔνθα τοποθετοῦνται τὰ «τσίμπαλα» (αἱ ὑποδοχαὶ τῶν θρυαλλίδων).

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Λυχνάρα = μεγάλο λυχνάρι μέ τρεῖς, ἤ καί περισσότερες θέσεις γιά τό φυτίλι γιά πολύ περισσότερο φῶς.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.