λούφα (η)
- μαύρο αποδημητικό πουλί (υδρόρνις). Τις λούφες που συχνάζουν στα ρηχά θαλάσσια μέρη της κυνηγούν οι κυνηγοί και τις πουλούν στη Χώρα. Πολλές λούφες πέφτουν στις λιμνοθάλασσες της Λευκάδας. Έχουν νόστιμο κρέας.
- κάνω λούφα = σιωπώ από φόβο ή αμηχανία. “Έκαμε λούφα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λούφα /ἡ/ (λωφάω) = τὸ καλοβατικὸν πτηνὸν ὑδρόρνις ἡ μέλαινα, μπάλιζα, φαλαρίς, σιωπὴ ἐκ φόβου, ἀμηχανία.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης