λυσ(σ)ακά (τα)
μεγάλη μανία, έλξη, για επιτυχία κάποιου σκοπού, κοπιώδεις προσπάθειες. φράση: “Έφαγε τα λυσσακά του, μα δεν το βρήκε”.
Κατάρα: “Να φας τα λυσσακά σου!¨
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
μεγάλη μανία, έλξη, για επιτυχία κάποιου σκοπού, κοπιώδεις προσπάθειες. φράση: “Έφαγε τα λυσσακά του, μα δεν το βρήκε”.
Κατάρα: “Να φας τα λυσσακά σου!¨