Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λουφάζω

μένω ακίνητος και σιωπηλός σε κάποιο μέρος από φόβο ανθρώπων ή θηρίων. “Ελούφαξα από τον τρόμο μου” – “Μ΄ έδειρε ο πατέρας μου και λούφαξα σε μια άκρη χωρίς να βγάνω μπαμπαξά“.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λ(ου)φάζω (λωφάω) = συμπτύσσομαι ἐν σιγῇ καὶ φόβῳ ἢ πρὸς προφύλαξιν, σιωπῶ, ἡσυχάζω, ἀποκοιμῶμαι.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.