λουφάζω
μένω ακίνητος και σιωπηλός σε κάποιο μέρος από φόβο ανθρώπων ή θηρίων. “Ελούφαξα από τον τρόμο μου” – “Μ΄ έδειρε ο πατέρας μου και λούφαξα σε μια άκρη χωρίς να βγάνω μπαμπαξά“.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λ(ου)φάζω (λωφάω) = συμπτύσσομαι ἐν σιγῇ καὶ φόβῳ ἢ πρὸς προφύλαξιν, σιωπῶ, ἡσυχάζω, ἀποκοιμῶμαι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης