λωθριάζω
Λωθριάζω (ἧλος-θρίον, τρύω, Ἰ. lutare;) = ἐπικάμπτω τὸ ἐκ τοῦ ὄνυχος τοῦ ὑποζυγίου ἐξέχον ἄκρον τοῦ πεταλοκαρφίου ἀφοῦ ἀποκόψω τὸ πλεονάζον.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Λωθριάζω (ἧλος-θρίον, τρύω, Ἰ. lutare;) = ἐπικάμπτω τὸ ἐκ τοῦ ὄνυχος τοῦ ὑποζυγίου ἐξέχον ἄκρον τοῦ πεταλοκαρφίου ἀφοῦ ἀποκόψω τὸ πλεονάζον.