Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λυγγιάζω

Λυγγιάζω, § εὔχρ. ἐν τῇ φρ. δὲ θὰ τὸ λυγγιάσωμε; – δὲν θὰ ἀπολαύσωμεν τὸ ποθούμενον;

Σημ. Μήπως ἐκ τοῦ λύγξ;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.