Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λύκος (ο)

  1. το παρασιτικό φυτό λύκος που παρασιτεί στα κουκιά, μπιζέλια κλπ.
  2. νόσος του δέρματος, κοινώς λούπος.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λύκος /ὁ/ (Λ. lupus) = ὁ λύκος (Ἰ. lecare) = τὸ παρασιτικὸν τῶν κυάμων, πιζελιῶν κ.τ.ὅ. ὀροβάγχη ἡ ἐπαλξωτή, ἡ σφύρα (κόκκορας) τοῦ κυνηγετικοῦ ὅπλου.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Λύκος = χυμῶδες παρασιτικό φυτό πού προσβάλει τίς ρίζες τῶν ὀσπρίων, φυτρώνει καί ἀναπτύσσεται μέ τή δύναμη τοῦ φυτοῦ, ἀναγκάζοντάς το νά ξεραθεῖ.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.