κάκοψος -η – ο
- για τα όσπρια: όταν δεν βράζουν καλά. “Αυτή η φακή που πήρες είναι κάκοψη, σα σκάγια έμεινε.”.
- λέγεται και για τους ανθρώπους που είναι σκληροί, παλικαράδες και τολμηροί. “Ξέρεις, εγώ είμαι κάκοψος, μην τα βάζεις μαζί μου”.
ΒΑΛ. Αθανάσιος Διάκος Β΄: 188: “-εμείς οι παληοκλέφτες / έχομε σάρκα κάκοψη”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κάκοψος -η -ο (κακὸς-ἔψω) = δυσκολόβραστος, σκληρὸς (ἐπὶ ὀσπρίων).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Κάκοψο = κάτι πού δέν εἶναι βραστερό, τά ρεβύθια ἦταν κάκοψα, (τά ρεβύθια ἦταν σκληρά, δέν ἔβραζαν).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Κάκοψα, τα: (επί οσπρίων) = τα δυσκολόβραστα και δυσκολοχώνευτα. Ετυμ. κακός + έψω ή εψέω-εψήσω-ήψησα = βράζω, ψήνω, εξ ού και εψανός ή εφθός είναι ο «κάλοψος» σπόρος, ο εύκολος προς έψησιν. (Λεξ. Αρχ. Ελλην. Ιωαν. Σταματάκου).
Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα