κακαρώνω
πεθαίνω, μένω άψυχος.
“Τα κακάρωσε”, λέμε, αλλά η έκφραση αυτή έχει συχνά ειρωνεία.
Το ρ. το λέμε και για τα ζώα: “Τα κακάρωσε ο γάιδαρος”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κακαρώνω (κατὰ-κάρος, καρόω) = ἀναισθητῶ, ψυχορραγῶ, άποθνήσκω.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Συνηθισμένο το “τα κακάρωσε”, για κάποιον που φεύγει απ΄ τη ζωή.
Κατά τον Φιλίντα (Α΄ 187 εξ.) από την κάφκαλο (κρανίο) και την κάρα γίνεται το κάκαρο (η κορυφή). Και από το κάκαρο, το κακαρώνω, πέφτω νεκρός (με το κεφάλι κάτω κ.λπ).
Και ο Ανδριώτης “τα κακάρωσε”, πέθανε από το κρύο. Και το ετυμολογεί από το καρώνω του αρχαίου καρώ, παραπέμπει όμως και στο Φιλίντα (Ι, 188 από το κάκαρο).
Η φράση περιέχει ειρωνεία.
Ανάλογη και η “τα τίναξε” και η χειρότερη, που αρμόζει μόνο για ζώα, “ψόφησε”. (Ο άνθρωπος απο-θνήσκει, πεθαίνει, δεν ψοφάει).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Κλεομένη -
ουάου, παραλίγο να τα κακαρώσω, δηλαδή, να πέσω κάτω με το κεφάλι και να πεθάνω. Pun intended