καλ(ου)μάρω
ησυχάζω, ηρεμώ, γαληνεύω, λασκάρω (το σκοινί).
Φράση: “Εκαλ΄μάρ΄σε κάπως ο καιρός” – “εκαλ΄μάρανε οι φωνές” – “εκαλμάρ΄σε η θάλασσα” κ.λπ.
(καλουμάρω/καλμάρω)
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ησυχάζω, ηρεμώ, γαληνεύω, λασκάρω (το σκοινί).
Φράση: “Εκαλ΄μάρ΄σε κάπως ο καιρός” – “εκαλ΄μάρανε οι φωνές” – “εκαλμάρ΄σε η θάλασσα” κ.λπ.
(καλουμάρω/καλμάρω)