Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σκορπάω καὶ σκορπίζω

Σκορπάω καὶ σκορπίζω § διασκορπίζω, σπαταλῶ. Π. αὐτὸς ἐσκόρπισε τὸν βιό του ’ς ἀσωτείαις. ΚΝ.

Σημ. Ὁ Βυζ. τὸν β’. τύπον μόνον σημειοῖ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.