σκορπάω καὶ σκορπίζω
Σκορπάω καὶ σκορπίζω § διασκορπίζω, σπαταλῶ. Π. αὐτὸς ἐσκόρπισε τὸν βιό του ’ς ἀσωτείαις. ΚΝ.
Σημ. Ὁ Βυζ. τὸν β’. τύπον μόνον σημειοῖ.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σκορπάω καὶ σκορπίζω § διασκορπίζω, σπαταλῶ. Π. αὐτὸς ἐσκόρπισε τὸν βιό του ’ς ἀσωτείαις. ΚΝ.
Σημ. Ὁ Βυζ. τὸν β’. τύπον μόνον σημειοῖ.