γεράζω 19 Οκτ, 2017 Γ 0 Σχόλια 0 Γεράζω § γηράζω. ΚΝ. Σημ. Ἐκ τοῦ Γηράω (Σύλλ. 5. 6). Ὁ Βυζ. γρ. γερνῶ.